- ποιωτός
- ποι-ωτός, ή, όν,A endowed with quality, Antyll. ap. Orib. 10.2.1 (v.l. -ωτικός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιωτός — ή, όν, Α [ποιῶ, όω] αυτός που έχει ποιότητα … Dictionary of Greek
ποιωτίζομαι — Α [ποιωτός] είμαι προικισμένος με μια ποιότητα … Dictionary of Greek
ποιωτικός — ή, όν, Α [ποιωτός] αυτός που έχει ποιότητα … Dictionary of Greek